γραμματέας

γραμματέας
και γραμματεύς, ο, η (AM γραμματεύς) [γράμμα]
δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος εκτελεί γραφική υπηρεσία ή είναι υπεύθυνος για την τήρηση τών πρακτικών ή τη διεκπεραίωση τής αλληλογραφίας
νεοελλ.
φρ. «Γενικός Γραμματέας» — αξιωματούχος υπουργείου, επιτροπής, κόμματος, ομοσπονδίας κ.λπ. ο οποίος ασκεί εξουσίες σύμφωνα με κανονιστικό διάταγμα ή καταστατικό
αρχ.
1. ονομασία για διάφορους αξιωματούχους και κρατικούς λειτουργούς
2. ταριχευτής στην αρχαία Αίγυπτο
3. Εβραίος νομοδιδάσκαλος
4. μαθητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γραμματέας — ο, η 1. αυτός που ασχολείται με τη σύνταξη εγγράφων: Εκλέχτηκε γραμματέας του συλλόγου. 2. υπαλληλικός βαθμός και ο υπάλληλος του βαθμού αυτού: Ο διευθυντής προσέλαβε νέο γραμματέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμματέας — γραμματέᾱς , γραμματεύς secretary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμου, Μιχαήλ — (1798 – 1879). Λόγιος και απομνημονευματογράφος. Σπούδασε στη Δημητσάνα και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βλαχία το 1815, καθώς και στο περίφημο γυμνάσιο της Χίου το 1819. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, βοήθησε στη συγκέντρωση πολεμοφοδίων και… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμας — Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Ιταλίας, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη τον 16o αι. και έπειτα στη Ζάκυνθο. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι ακόλουθοι. 1. Αλέξανδρος (1861 – 1914). Γιος του Σπυρίδωνα. Σπούδασε πολιτικές… …   Dictionary of Greek

  • υπογραφέας — ο / ὑπογραφεύς, έως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραφεύς Ν νεοελλ. 1. υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τα υπηρεσιακά έγγραφα 2. βαθμός υπαλλήλου, κατώτερος από τού γραφέα μσν. αρχ. ο ιδιαίτερος γραμματέας τού αυτοκράτορα αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”